Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφωνώ [ekfonó] -ούμαι Ρ10.9 : διαβάζω, ανακοινώνω κτ. μεγαλοφώνως: Ο πρόεδρος εκφωνεί τα ονόματα των μαρτύρων. Tου ζήτησαν να εκφωνήσει τον όρκο. ~ κείμενο / ανακοίνωση / απόφαση / κατάλογο.
[λόγ. < ελνστ. ἐκφωνῶ `φωνάζω δυνατά΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκφωνώ.
-
- 1)
- α) Φωνάζω δυνατά:
- (Διγ. Gr. 3089)·
- β) βγάζω φωνή:
- (Φυσιολ. (Legr.) 891).
- α) Φωνάζω δυνατά:
- 2) Μιλώ σε κάπ.:
- τους πάντας εξεφώνησεν μετά φωνής μεγάλης (Αχιλλ. N 220).
- 3) Κοινοποιώ, κάνω γνωστό, ανακοινώνω κ.:
- εξεφώνησεν ο πασιάς την απόφασιν του βασιλέως (Ιστ. πατρ. 15622)·
- (προκ. για αφορισμό):
- (Ιστ. πολιτ. 4913).
[μτγν. εκφωνέω. Η λ. και σήμ. Βλ. και ξεφωνώ]
- 1)