Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφυλισμός ο [ekfilizmós] Ο17 : 1. ελάττωση ή απώλεια αρχικής ιδιότητας, ικανότητας, δύναμης: Ο ~ της κοινωνίας / της νεολαίας, ηθική κατάπτωση, εξαχρείωση. Ο ~ των ηθών. Ο ~ ιδανικών, φθορά, μαρασμός. || ελάττωση δύναμης, έντασης· εξασθένιση: Ο ~ μιας προσπάθειας / μιας απεργίας. 2. (ιατρ.) εκφύλιση.
[λόγ. εκφυλισ- (εκφυλίζω) -μός]