Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφραστικός -ή -ό [ekfrastikós] Ε1 : 1. που εκφράζει κτ., που τον χρησιμοποιούν για να εκφράσουν κτ.: Εκφραστικά μέσα. H ποίηση δεν έχει κανένα άλλο εκφραστικό όργανο εκτός από τις λέξεις ή τη γλώσσα. 2. που εκφράζει συναισθήματα με τρόπο επιτυχή, έντονο. ANT ανέκφραστος: Εκφραστικό ύφος / βλέμμα. Εκφραστική φωνή / απαγγελία.
εκφραστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἐκφραστικός `περιγραφικός΄ & κατά τις σημ. της λ. εκφράζω]