Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκφράζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφράζω [ekfrázo] -ομαι Ρ αόρ. εξέφρασα, απαρέμφ. εκφράσει, παθ. αόρ. εκφράστηκα, απαρέμφ. εκφραστεί : 1. φανερώνω, αποκαλύπτω κτ. που υπάρχει στο νου μου, στη συνείδησή μου. α. φανερώνω με λόγο μια σκέψη ή ένα συναίσθημα: Kανείς δεν εξέφρασε αντίθετη γνώμη. Εκφράζει προσωπικές απόψεις. β. διατυπώνω τα διανοήματά μου, έτσι ώστε να γίνω κατανοητός: Είναι έξυπνος όμως έχει και το χάρισμα να εκφράζεται σωστά. γ. εκδηλώνω με λόγο ή με οποιαδήποτε άλλη πράξη ή συμπεριφορά μια σκέψη, ένα συναίσθημα κτλ.: ~ τη λύπη μου / τα συγχαρητήριά μου / την αγανάκτησή μου / το θαυμασμό μου. Εξέφραζαν τη χαρά τους με ζητωκραυγές. Στις εκλογές ο λαός θα εκφράσει την εμπιστοσύνη του. Εκφρασμένη βούληση. Εκφράζονται υποψίες ότι είχε διασυνδέσεις με ύποπτα κυκλώματα. Εκφράζονται φόβοι ότι θα ξεσπάσουν ταραχές στα κατεχόμενα. δ. (για πράξη, συμπεριφορά): Tο βλέμμα του εκφράζει μίσος. 2. κάνω κτ. αισθητό με την τέχνη: Ποίημα που εκφράζει απαισιοδοξία. Έργο ζωγραφικής που εκφράζει την εσωτερική ένταση του δημιουργού. 3. εξωτερικεύω σκέψεις ή αισθήματα ή ενεργώ με τέτοιον τρόπο, ώστε να συμφωνώ, να επιδοκιμάζω τις σκέψεις, τις επιδιώξεις, τις επιθυμίες κάποιου: Δε με εκφράζει κανένα κόμμα / καμιά ιδεολογία. Εκφράζονται όλες οι τάσεις στο συνέδριο, αντιπροσωπεύονται. 4. (παθ.) αποκαλύπτω σκέψεις ή συναισθήματα· (πρβ. εκδηλώνομαι): Ο ζωγράφος εκφράζεται με χρώματα, ο μουσικός με ήχους. Εκφράζεται ελεύθερα.

[λόγ. < ελνστ. ἐκφράζω `περιγράφω΄, αρχ. σημ.: `εξηγώ λεπτομερειακά΄ & σημδ. γαλλ. exprimer]

[Λεξικό Κριαρά]
εκφράζω.
  • Περιγράφω:
    • (Καλλίμ. 419).

[αρχ. εκφράζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες