Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκφορτώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφορτώνω [ekfortóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) ξεφορτώνω.

[λόγ. < μσν. εκφορτ(ώ) -ώνω < εκ- φόρτ(ος) -ώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες