Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφορτίζω [ekfortízo] -ομαι Ρ2.1 : (τεχν.) αφαιρώ ή χάνω το ηλεκτρικό φορτίο· αποφορτίζω. ANT φορτίζω: Εκφορτίστηκε η μπαταρία.
[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐκφορτίζομαι `ξεφορτώνω΄ κατά τη σημ. της λ. φορτίο4α]