Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφεύγω [ekfévγo] Ρ αόρ. εξέφυγα, απαρέμφ. εκφύγει : (λόγ.) ξεφεύγω, αποφεύγω, διαφεύγω.
[λόγ. < αρχ. ἐκφεύγω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκφεύγω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Αποφεύγω:
- (Γλυκά, Αναγ. 346)·
- ο δε το άδικον ποιών της κρίσεως εκφεύγει (Ελλην. νόμ. 51424).
- 2) Απομακρύνομαι:
- (Διγ. Z 2466).
- 1) Αποφεύγω:
- Β´ Αμτβ.
- 1) Τρέπομαι σε φυγή:
- δειλιάσας εκφεύγει εκ τον πόλεμον (Ερμον. Σ 176).
- 2) Καταφεύγω σε κάπ.:
- ο δ’ αποδράσας εις Πέρσας εξέφυγεν (Δούκ. 3924).
- 1) Τρέπομαι σε φυγή:
[αρχ. εκφεύγω. Βλ. και ξεφεύγω]
- Α´ Μτβ.