Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφαυλισμός ο [ekfavlizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκφαυλίζω, η μεταβολή προσώπου ή πράγματος σε φαύλο, κατάπτωση ή διαφθορά ηθική· (πρβ. εξαχρείωση, εξαθλίωση, εκμαυλισμός): Nα αντιταχθούμε στον πλήρη εκφαυλισμό της κοινωνίας. Ο κίνδυνος εκφαυλισμού της πολιτικής ζωής.
[λόγ. < ελνστ. ἐκφαυλισμός]