Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκφαυλίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφαυλίζω [ekfavlízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω κτ. προς το χειρότερο, το φθείρω από ηθική άποψη· (πρβ. εξαχρειώνω, διαφθείρω).

[λόγ. < ελνστ. ἐκφαυλίζω `υποτιμώ, εξευτελίζω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εκφαυλίζω.
  • 1) Περιφρονώ κ.:
    • (Διγ. O 1120).
  • 2) Οδηγώ στο χειρότερο:
    • (Καλλίμ. 1713).

[μτγν. εκφαυλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες