Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφέρω [ekféro] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. εξέφερα, απαρέμφ. εκφέρει, παθ. αόρ. εκφέρθηκα, απαρέμφ. εκφερθεί : 1. εκφράζω, διατυπώνω προφορικά τη σκέψη μου, συνήθ. σε εκφράσεις: ~ γνώμη, λέω τη γνώμη μου, αποφαίνομαι. ~ κρίση, αποφαίνομαι κατά τη δική μου κρίση. 2. (συνήθ. παθ.) α. (για λέξεις) συντάσσομαι με ορισμένο τρόπο: Οι προθέσεις “από” και “για” εκφέρονται συνήθως με αιτιατική. β. (για συντακτικούς όρους) εκφράζομαι, διατυπώνομαι με ορισμένο τρόπο: Στα αρχαία ελληνικά το αντικείμενο ορισμένων ρημάτων εκφέρεται με γενική. Οι τελικές προτάσεις εκφέρονται με υποτακτική.
[λόγ. < ελνστ. ἐκφέρω, αρχ. σημ.: `μεταφέρω έξω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκφέρω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1) Αποβάλλω κ.:
- εκφέρει τους έλμινθας ή διά του στόματος ή διά της έδρας (Ιερακοσ. 46118).
- 2) (Προκ. για μυρωδιά) αναδίδω:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2136).
- 3) Φέρνω:
- (Διγ. Z 3470).
- 4) Κατευθύνω, οδηγώ:
- δει εκφέρειν τον ιέρακα προς τους πέρδικας (Ιερακοσ. 50816).
- 5) Φρ. εκφέρω συγγραφήν = συγγράφω:
- (Προδρ. III 22).
- 6) Φρ. εκφέρω κτύπον = (προκ. για πουλιά) βγάζω ήχο (από την κίνηση των φτερών):
- (Διγ. Esc. 1694).
- 7) Επιφορτίζομαι:
- μερίμνας τε διηνεκείς εκφέρει (Διγ. Z 1258).
- 1) Αποβάλλω κ.:
- Β´ (Αμτβ.) χύνομαι, ρέω:
- διά των ρινών αίμα εκφέρει (Ιερακοσ. 40330).
[αρχ. εκφέρω. Η λ. και σήμ.]
- Α´ Μτβ.