Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτύπωση η [ektíposi] Ο33 : η εργασία και η τεχνική του εκτυπώνω. 1. η μεταφορά επάνω σε χαρτί γραφικών συμβόλων ή εικόνων με τη χρήση μιας από τις τυπογραφικές μεθόδους: ~ βιβλίου / περιοδικού / εφημερίδας / γραμματοσήμου. 2. για εκτύπωση με εκτυπωτή. α. (πληροφ.): Διακοπή / ακύρωση εκτύπωσης. β. (γενικότ.): Εμφάνιση και ~ φωτογραφικού φιλμ.
[λόγ. < ελνστ. ἐκτύπω(σις) `πλάσιμο σε έκτυπο΄ -ση κατά τη σημ. του εκτυπώνω]