Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτόπλασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτόπλασμα το [ektóplazma] Ο49 : (βιολ.) το εξωτερικό στρώμα του ζωικού κυττάρου· εξώπλασμα.

[λόγ. < γαλλ. ectoplasme < ecto- = εκτο- + -plasme < αρχ. πλάσμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες