Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτρωτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτρωτικός -ή -ό [ektrotikós] Ε1 : που προκαλεί, επιφέρει έκτρωση: Εκτρωτικά φάρμακα.

[λόγ. < ελνστ. ἐκτρωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες