Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτροχιασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτροχιασμός ο [ektroxiazmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εκτροχιάζω: ~ αμαξοστοιχίας / τρένου.

[λόγ. εκτροχιασ- (εκτροχιάζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες