Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτροφή η [ektrofí] Ο29 : η συστηματική κατ΄ επάγγελμα απασχόληση με τη διατροφή, την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό ζώων, για οικονομική εκμετάλλευση: Ο πληθυσμός της περιοχής ασχολείται με την ~ προβάτων. ~ ιχθύων, ιχθυοτροφία.
[λόγ. < αρχ. ἐκτροφή]