Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτραχύνω [ektraxíno] -ομαι Ρ8.1 : οξύνω μια κατάσταση ακόμη περισσότερο ή ως ένα ανώτατο όριο: Mην εκτραχύνεις άλλο τα πράγματα. || H κατάσταση είχε πλέον εκτραχυνθεί.
[λόγ. < ελνστ. ἐκτραχύνω]