Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτραχηλισμός ο [ektraxilizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτραχηλίζομαι, η εκτροπή σε απρεπή και ασύδοτη συμπεριφορά: Ο ~ του εκλογικού αγώνα αποτελεί κίνδυνο για το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο ~ των ηθών, αποχαλίνωση.
[λόγ. εκτραχηλισ- (εκτραχηλίζομαι) -μός]