Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτρέφω [ektréfo] -ομαι Ρ αόρ. εξέθρεψα, απαρέμφ. εκθρέψει, παθ. αόρ. εκτράφηκα, απαρέμφ. εκτραφεί : 1. τρέφω συστηματικά ορισμένο ζωικό είδος, για να αναπτυχθεί και να πολλαπλασιαστεί: ~ αγελάδες / βοοειδή / άλογα. ~ πτηνά / ορνιθοειδή. ~ ψάρια / πέστροφες / όστρακα / μύδια. 2. (μτφ.) α. ανατρέφω, διαπαιδαγωγώ: Tα οράματα που εξέθρεψαν τη γενιά μας. β. συντηρώ και αναπτύσσω, καλλιεργώ και ενισχύω: H προβολή συνθημάτων που εκτρέφουν τα εμφύλια μίση.
[λόγ. < αρχ. ἐκτρέφω]