Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτράχυνση η [ektráxinsi] Ο33 : η μεταβολή κατάστασης ομαλότητας σε κατάσταση οξύτητας ή η ακόμη μεγαλύτερη όξυνση μιας ήδη οξυμμένης κατάστασης· παρόξυνση: H ~ των σχέσεών τους απομάκρυνε κάθε ελπίδα συνεννόησης.
[λόγ. εκτραχύν(ω) -σις > -ση]