Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτουρκισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτουρκισμός ο [ekturkizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτουρκίζω· η μεταβολή του χαρακτήρα ή στοιχείων του πολιτισμού ενός λαού σε τουρκικά· (πρβ. εξισλαμισμός): Οι διωγμοί σε βάρος των Aρμενίων και των Ελλήνων στόχευαν στον πλήρη εκτουρκισμό του οθωμανικού κράτους.

[λόγ. εκτουρκισ- (εκτουρκίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες