Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτουρκίζω [ekturkízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω το χαρακτήρα ενός λαού ή στοιχεία του πολιτισμού και της ζωής του σε τουρκικά· (πρβ. εξισλαμίζω, τουρκεύω): Εκτουρκισμένες ελληνικές λέξεις. Εκτουρκισμένοι πληθυσμοί της Mικράς Aσίας. Εκτουρκισμένες περιοχές της Bαλκανικής.
[λόγ. εκ- Τούρκ(ος) -ίζω κατά το εξελληνίζω]