Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτοπίζω [ektopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. απομακρύνω ή μετατοπίζω κτ. ή κπ. και καταλαμβάνω το χώρο του ή τη θέση του: Kάθε σώμα, όταν βυθίζεται στο νερό, χάνει από το βάρος του τόσο όσο το βάρος του νερού που εκτοπίζει. β. (μτφ.) κάνω να απομακρυνθεί, να παραμεριστεί κάποιος ή κτ. με την παρουσία, την ιδιαιτερότητα, την υπεροχή μου κτλ.: Ελληνικά προϊόντα που εκτοπίζονται από τα ξένα. Οι νέες ιδέες εκτόπισαν τις παλιές. Προσπάθησε να τους επιβληθεί και να εκτοπίσει τον κυριότερο ανταγωνιστή του. 2. (ειδικότ., για κρατική αρχή) επιβάλλω σε πρόσωπο, που το θεωρώ επικίνδυνο, να απομακρυνθεί από τον τόπο διαμονής του και να εγκατασταθεί αλλού· (πρβ. εξορίζω): H στρατιωτική κυβέρνηση συνέλαβε και εκτόπισε τους πολιτικούς της αντιπάλους.
[λόγ. < αρχ. ἐκτοπίζω `απομακρύνω, μεταναστεύω΄ & σημδ. γαλλ. déplacer]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτοπίζω.
-
- Απομακρύνω κάπ.:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 7615).
[αρχ. εκτοπίζω. Η λ. και σήμ.]
- Απομακρύνω κάπ.: