Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτοξεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτοξεύω [ektoksévo] -ομαι Ρ5.1 : 1. ρίχνω, πετώ κτ. προς ορισμένη κατεύθυνση ή προς ορισμένο στόχο και με μεγάλη δύναμη. || (ειδικότ.) για σώμα που κινείται με τη βοήθεια προωθητικού μέσου: ~ βλήμα / ρουκέτα / πύραυλο. Εκτόξευσαν δορυφόρο. || Εκτοξεύεται βλήμα / διαστημόπλοιο. 2. (μτφ.) επιτίθεμαι λεκτικά εναντίον κάποιου: Εκτόξευσε κατηγορίες / απειλές / ύβρεις. Kαι από τις δύο πλευρές εκτοξεύτηκαν ύβρεις. 3. (μτφ.) για κτ. που αυξάνεται υπερβολικά και απότομα: Ύστερα από την τελευταία υποτίμηση της δραχμής, οι τιμές των αυτοκινήτων εκτοξεύτηκαν στα ύψη.

[λόγ. < αρχ. ἐκτοξεύω (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες