Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτονώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτονώνω [ektonóno] -ομαι Ρ1 : 1. εξασθενίζω μια εσωτερική φυσική δύναμη με σταδιακή και ελεγχόμενη απελευθέρωσή της: Εκτονώνεται η εσωτερική πίεση, όταν επιτυγχάνεται η διαφυγή αερίων. 2. μειώνω την ένταση ενός συναισθήματος που ωθεί σε επιθετική ή βίαιη συμπεριφορά, επιτρέποντας τη σταδιακή και ελεγχόμενη εκδήλωσή του: ~ την οργή μου / το μίσος μου. Tην έβρισε για να εκτονωθεί. || Ύστερα από τις μεσολαβητικές προσπάθειες του εκπροσώπου του ΟHΕ εκτονώθηκε η κρίση στη M. Aνατολή.

[λόγ. < μσν. εκτον(ώ) -ώνω `χαλαρώνω΄ < εκ- τόν(ος) -ώ & σημδ. γαλλ. détendre]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες