Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτιμώ [ektimó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1. υπολογίζω την αξία, την ποιότητα, το μέγεθος, τη σημασία κτλ. πραγμάτων, ενεργειών, καταστάσεων: Tου ζήτησαν να εκτιμήσει την αξία του. Πώς εκτιμάτε τις ενέργειές του; 2. έχω καλή γνώμη για κτ. ή για κπ., υπολήπτομαι: Σας ~ και σας σέβομαι. || έχω την καλή, τη θετική γνώμη, αυτή που αρμόζει: Εκτίμησα την ειλικρίνειά τους.
[λόγ. < αρχ. ἐκτιμῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτιμώ· υποτ. αορ. εξετιμήσω.
-
- Υπολογίζω την αξία:
- το εξετίμησαν (ενν. το οσπίτιον) λίτρας νομίσματα πε´ (Hagia Sophia ω 51216).
[αρχ. εκτιμάω. Η λ. και σήμ.]
- Υπολογίζω την αξία: