Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτενή
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
εκτενή η.
  • (Εκκλ.) οι έξι δεήσεις «Είπωμεν πάντες …, Ελέησον ημάς ο Θεός …, Έτι δεόμεθα …, κλπ.» και οι έξι «αιτήσεις» «Την ημέραν πάσαν τελείαν, αγίαν, …, κλπ.» που εκφωνούνται στις ιερές ακολουθίες:
    • (Αποκ. Θεοτ. (Pern.) 253).

[μτγν. ουσ. εκτενή· βλ. και LBG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτενής -ής -ές [ektenís] Ε10 : που εκτείνεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση· εκτεταμένος: ~ χώρος. Εκτενές κείμενο, με πολλές, αναλογικά προς το θέμα του, σελίδες. ANT σύντομο. || που αναφέρεται σε πολλά, σε πολλές όψεις ή λεπτομέρειες. ANT σύντομος, περιληπτικός: ~ αφήγηση / αναφορά / συζήτηση / ανάλυση. || (εκκλ.) ~ δέηση και ως ουσ. η εκτενής, που απαγγέλλεται κατά τη Θεία Λειτουργία μετά τα αναγνώσματα υπέρ των ευεργετών του ναού, του αρχιεπισκόπου, των ευσεβών χριστιανών κ.ά. εκτενώς ΕΠIΡΡ για πολύ χρόνο ή λεπτομερώς, αναλυτικώς, εν εκτάσει: Aπέφυγε να μιλήσει ~ για ό,τι δε γνώριζε καλά.

[λόγ. < ελνστ. ἐκτενής, αρχ. σημ.: `προσκολλημένος, φιλικός΄· λόγ. εκτεν(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες