Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτελώ [ekteló] -ούμαι Ρ10.9 αόρ. και εξετέλεσα συνήθ. στη σημ. 1 : 1α. πραγματοποιώ, εφαρμόζω: ~ εντολή / σχέδιο / οδηγίες / αποφάσεις. β. εκπληρώνω: ~ το καθήκον μου. || ~ χρέη (με γεν.), για κπ. που αναπληρώνει προσωρινά κπ. που κατέχει ένα ορισμένο αξίωμα, μια θέση κτλ.: Ποιος εκτελεί χρέη διευθυντή; 2. θανατώνω: Tρομοκράτες εκτέλεσαν τους ομήρους. Εκτελέστηκε από τις δυνάμεις κατοχής. 3. αποδίδω ένα τραγούδι ή μια μουσική σύνθεση. || (ειρ.): Tο εκτέλεσε κανονικά το τραγούδι, δεν το τραγούδησε καθόλου καλά.
[λόγ. < αρχ. ἐκτελῶ `φέρνω σε πέρας΄ σημδ. γαλλ. exécuter]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτελώ.
-
- 1)
- α) Κάνω, πραγματοποιώ:
- (Διγ. Z 3837), (Ιστ. πολιτ. 5511)·
- β) (προκ. για θυσία) προσφέρω:
- (Βίος Αλ. 1237).
- α) Κάνω, πραγματοποιώ:
- 2) (Προκ. για ύμνο) αποδίδω:
- (Διγ. Gr. 3603).
- 3)
- α) (Προκ. για γιορτή) διοργανώνω, γιορτάζω:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1827)·
- β) (συνεκδ.) εκτελώ τις επιβεβλημένες λατρευτικές πράξεις:
- θεούς να εορτάζετε και να τους εκτελάστε (Αλεξ. 1424).
- α) (Προκ. για γιορτή) διοργανώνω, γιορτάζω:
- 4) (Εδώ προκ. για μέλισσα) παράγω:
- (Φυσιολ. (Legr.) 1114).
- 5) Εξυπηρετώ:
- ακμήν και το ποδάρι μου, το ευτελές μου μέλος, κἀκείνον χρείαν εκτελεί (Διήγ. παιδ. 311).
[αρχ. εκτελέω. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτελωνίζω [ektelonízo] -ομαι Ρ2.1 : διεκπεραιώνω τις απαιτούμενες από το νόμο διατυπώσεις και παραλαμβάνω από το τελωνείο κτ.: ~ εμπόρευμα επ΄ ονόματί μου / επ΄ ονόματι τρίτου. || (παθ.): Tο εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί.
[λόγ. εκ- τελωνίζω μτφρδ. γαλλ. dédouaner]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτελώνιση η [ektelónisi] Ο33 : εκτελωνισμός.
[λόγ. εκτελωνι- (εκτελωνίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτελωνισμός ο [ektelonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτελωνίζω· η εκτέλεση των νόμιμων διατυπώσεων για την παραλαβή εμπορεύματος από τελωνείο· εκτελώνιση: Έξοδα / έγγραφα / άδεια εκτελωνισμού. Tο εμπόρευμα έφτασε εγκαίρως αλλά καθυστέρησε ο ~ του.
[λόγ. εκτελωνισ- (εκτελωνίζω) -μός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτελωνιστής ο [ektelonistís] Ο7 θηλ. εκτελωνίστρια [ektelonístria] Ο27 : επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον εκτελωνισμό εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων.
[λόγ. εκτελωνισ- (εκτελωνίζω) -τής· λόγ. εκτελωνι σ(τής) -τρια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτελωνιστικός -ή -ό [ektelonistikós] Ε1 : που αφορά τον εκτελωνισμό: Εκτελωνιστικά έγγραφα / έξοδα. || που κάνει εκτελωνισμούς: Εκτελωνιστικό γραφείο.
[λόγ. εκτελωνισ- (εκτελωνίζω) -τικός]