Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτελωνίζω [ektelonízo] -ομαι Ρ2.1 : διεκπεραιώνω τις απαιτούμενες από το νόμο διατυπώσεις και παραλαμβάνω από το τελωνείο κτ.: ~ εμπόρευμα επ΄ ονόματί μου / επ΄ ονόματι τρίτου. || (παθ.): Tο εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί.
[λόγ. εκ- τελωνίζω μτφρδ. γαλλ. dédouaner]