Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτείνω [ektíno] -ομαι Ρ αόρ. εξέτεινα, απαρέμφ. εκτείνει, παθ. αόρ. εκτάθηκα, απαρέμφ. εκταθεί, μππ. εκτεταμένος* : 1.(λόγ.) α. απλώνω κτ. ώστε να καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο (επιφάνεια, μήκος, ύψος, πλάτος, βάθος)· επεκτείνω. β. (συνήθ. παθ.) έχω ή καταλαμβάνω μεγάλο χώρο, ορισμένη επιφάνεια, μήκος, πλάτος κτλ.· απλώνομαι: H παραλία εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων. Tα όρια του κράτους εκτείνονταν ως τα βάθη της Aνατολής. || (για νοητό χώρο): Tα ενδιαφέροντά του εκτείνονται σε ποικίλους τομείς. 2. (γραμμ.) για βραχύχρονο φωνήεν που μεταβάλλεται σε μακρόχρονο, που παθαίνει έκταση.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐκτεί νω· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτείνω· ’κτείνω.
-
- 1) (Προκ. για χειραψία) απλώνω:
- ’Κτείνας τας χείρας … (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 259)·
- (μεταφ.):
- Θεέ … έκτεινον την κραταιάν χείραν ως ευεργέτης (Διγ. Esc. 1849).
- 2) Φρ. εκτείνω χείρα κακώς (κατά κάπ.) = έχω κακές διαθέσεις εναντίον κάπ.:
- (Ιστ. Ηπείρ. XI1).
- 3) (Προκ. για τον ήλιο) στέλνω:
- ο ήλιος τας ακτίνας εκτείνει (Διγ. Gr. 2691).
- 4) (Προκ. για οργή) εντείνομαι:
- (Δούκ. 2859).
[αρχ. εκτείνω. Το μέσ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για χειραψία) απλώνω: