Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκταμιεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκταμιεύω [ektamiévo] -ομαι Ρ5.1 : εισπράττω, παίρνω χρηματικό ποσό από πιστωτικό λογαριασμό.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐκταμιεύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες