Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκταμίευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκταμίευση η [ektamíefsi] Ο33 : η ανάληψη χρηματικού ποσού που έχει κατατεθεί σε πιστωτικό λογαριασμό: Σταδιακή ~ εγκεκριμένου δανείου. Mερική / ολική ~.

[λόγ. εκταμιεύ(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες