Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτίναξη η [ektínaksi] Ο33 : η ενέργεια του εκτινάσσω: H ~ του οδηγού έξω από το αυτοκίνητο. H ~ του ειδικού καθίσματος έσωσε τον πιλότο. || (μτφ.): H ~ του πληθωρισμού στα ύψη αιφνιδίασε την κυβέρνηση.
[λόγ. < ελνστ. ἐκτίναξις (-σις > -ση)]