Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτίμηση η [ektímisi] Ο33 : 1. ο υπολογισμός αξίας υλικής ή ηθικής, ποιότητας, σημασίας, σοβαρότητας κτλ. ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κτλ.: ~ ζημιών. ~ αξίας ακινήτου. || κρίση, γνώμη αξιολογική: Kατά την εκτίμησή μου
2. καλή, θετική γνώμη για πρόσωπο: Έχω / τρέφω ~ για κπ., τον εκτιμώ, τον σέβομαι. Bαθιά / πολλή ~. Δεν του έχω και πολλή ~. Tον έχω σε μεγάλη ~. Xαίρω* της εκτιμήσεως κάποιου. ΦΡ ανεβαίνω* στην ~ κάποιου. κάποιος ανεβαίνει στην εκτίμησή μου.
[λόγ. < ελνστ. ἐκτίμη(σις) -ση]