Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκσφενδονίζω [eksfenδonízo] -ομαι Ρ2.1 : πετώ, ρίχνω κτ. με δύναμη και μακριά, προς ορισμένη κατεύθυνση και στόχο· (πρβ. εξακοντίζω, εκτοξεύω): Άρπαξε οργισμένος ένα σταχτοδοχείο και του το εκσφενδόνισε. Οι διαδηλωτές εκσφενδόνιζαν πέτρες
[λόγ. < ελνστ. ἐκσφενδον(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. εκσφενδονησ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκσφενδονίζω.
-
- Απομακρύνω βίαια:
- (Ελλην. νόμ. 5314).
[<αόρ. του μτγν. εκσφενδονάω. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- Απομακρύνω βίαια: