Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκσυγχρονίζω [eksiŋxronízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταρρυθμίζω κτ. και το προσαρμόζω σε νέες σύγχρονες συνθήκες, απαιτήσεις, απόψεις, δυνατότητες κτλ.: ~ τη νομοθεσία / το σωφρονιστικό σύστημα / την εκπαίδευση. ~ ένα θεσμό. ~ έναν οργανισμό / μια υπηρεσία. ~ τη δημόσια διοίκηση. ~ το στράτευμα. ~ την οικονομία / τη γεωργική παραγωγή.
[λόγ. εκ- ελνστ. συγχρονίζω `είμαι σύγχρονος΄ μτφρδ. γαλλ. moderniser]