Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκστρατεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκστρατεύω [ekstratévo] Ρ5.1α αόρ. και εξεστράτευσα, απαρέμφ. εκστρατεύσει : 1.κάνω, οργανώνω και πραγματοποιώ, εκστρατεία: Tο 480 π.X. οι Πέρσες εξεστράτευσαν για τρίτη φορά εναντίον των ελληνικών πόλεων. 2. (μτφ.) αναπτύσσω συντονισμένη και ομαδική δράση για την επίτευξη ορισμένου κοινωνικού σκοπού: Οι μαθητές εκστρατεύουν για τη σωτηρία του περιβάλλοντος.

[λόγ. < αρχ. ἐκστρατεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
εκστρατεύω.
  • Κάνω εκστρατεία:
    • (Ιστ. Ηπείρ. XXXIX2).

[αρχ. εκστρατεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες