Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκστρατευτικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκστρατευτικός -ή -ό [ekstrateftikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εκστρατεία: Εκστρατευτικό σχέδιο. || (ειδικότ.) που έχει συγκροτηθεί για να εκστρατεύσει: Εκστρατευτική δύναμη. Εκστρατευτικό σώμα.

[λόγ. εκστρατεύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες