Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκστομίζω [ekstomízo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. και εξεστόμισα, απαρέμφ. εκστομίσει : (λόγ.) ξεστομίζω: ~ ύβρεις. Tολμάς και εκστομίζεις τέτοιους χαρακτηρισμούς;
[λόγ. εκ- στόμ(α) -ίζω μτφρδ. του νεοελλ. ξεστομίζω]