Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκστατικός, επίθ.
-
- Έκπληκτος:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 117).
[αρχ. επίθ. εκστατικός. Η λ. και σήμ.]
- Έκπληκτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκστατικός -ή -ό [ekstatikós] Ε1 : που είναι σε κατάσταση έκστασης (συνήθ. με τη σημ. 2): Mένω / στέκομαι ~. ~ νους. || Εκστατικό βλέμμα / ύφος / πρόσωπο. Mεγάλα εκστατικά μάτια.
εκστατικά ΕΠIΡΡ με έκσταση, σε κατάσταση έκστασης: Mιλούσε για χώρες μακρινές κι εμείς ακούγαμε ~. [λόγ. < αρχ. ἐκστατικός `έξω από τις αισθήσεις του΄ & και κατά τη σημ. της λ. έκσταση]