Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκσπερματώνω [ekspermatóno] Ρ1α : εκσπερματίζω.
[λόγ. < ελνστ. ἐκσπερματ(ῶ) -ώνω `μεταβάλλω σε σπόρο΄ με σφαλερή ταύτιση προς το εκσπερματίζω]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. ἐκσπερματ(ῶ) -ώνω `μεταβάλλω σε σπόρο΄ με σφαλερή ταύτιση προς το εκσπερματίζω]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |