Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκσλαβισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκσλαβισμός ο [ekslavizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εκσλαβίζω: Προσπάθεια εκσλαβισμού μιας περιοχής / ενός πληθυσμού.

[λόγ. εκσλαβισ- (εκσλαβίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες