Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκσλαβίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκσλαβίζω [ekslavízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω το χαρακτήρα ενός λαού ή στοιχεία του πολιτισμού και της ζωής του σε σλαβικά. || (παθ.) δέχομαι σλαβικές επιδράσεις και μεταβάλλω το χαρακτήρα μου σε σλαβικό: Εκσλαβισμένοι πληθυσμοί. Εκσλαβισμένες περιοχές. || προσαρμόζομαι σε σλαβικό πρότυπο: Εκσλαβισμένοι τύποι λέξεων.

[λόγ. εκ- Σλάβ(ος) -ίζω κατά το εξελληνίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες