Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκσκαφή η [ekskafí] Ο29 : (τεχν.) σκάψιμο του εδάφους με μηχανικά μέσα και αφαίρεση μεγάλου όγκου χώματος (για τη θεμελίωση οικοδομήματος, τη διάνοιξη δρόμου, υπόγειας στοάς κτλ.).
[λόγ. < ελνστ. ἐκσκαφή]