Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκσκαφέας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκσκαφέας ο [ekskaféas] Ο21 : (λόγ.) μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκσκαφή εδάφους, σε οικοδομικές εργασίες, στην οδοποιία, στη διάνυξη υπόγειων στοών κτλ.: Περιστροφικός ~ ορυχείου.

[λόγ. εκσκαφ(ή) -εύς > -έας μτφρδ. αγγλ. excavator]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες