Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκσκάπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκσκάπτω [ekskápto] -ομαι Ρ4 (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αφαιρώ μεγάλο όγκο χώματος από τμήμα εδάφους με σκάψιμο· κάνω εκσκαφή.

[λόγ. < ελνστ. ἐκσκάπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες