Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκσκάπτω [ekskápto] -ομαι Ρ4 (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αφαιρώ μεγάλο όγκο χώματος από τμήμα εδάφους με σκάψιμο· κάνω εκσκαφή.
[λόγ. < ελνστ. ἐκσκάπτω]