Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκριζώνω [ekrizóno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) ξεριζώνω. α. αποσπώ από το έδαφος ένα φυτό μαζί με τη ρίζα του. β. (μτφ.) καταστρέφω, αφανίζω κτ. κακό εξ ολοκλήρου και οριστικά, από τη ρίζα του, από την πρώτη του αρχή, αιτία.
[λόγ. < ελνστ. ἐκριζ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκριζώνω.
-
- Αποσπώ κ. από τη ρίζα, ξεριζώνω:
- τον πώγωνα χερσί εκριζώνων (Ψευδο-Σφρ. 1664).
[<εκριζώ. Η λ. στο LBG]
- Αποσπώ κ. από τη ρίζα, ξεριζώνω: