Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκρίζωση η [ekrízosi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια του εκριζώνω. α. ξερίζωμα φυτού. β. (μτφ.) βίαιη, ολοκληρωτική και οριστική απομάκρυνση· ξεριζωμός.
[λόγ. < ελνστ. ἐκρίζω(σις) -ση]