Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπόρνευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπόρνευση η [ekpórnefsi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εκπορνεύω. 1. εξώθηση στην πορνεία. 2. (συνήθ. μτφ.) για κτ. που, ενώ έχει ηθική αξία, το χρησιμοποιούμε με τρόπο που το ευτελίζουμε θέλοντας να πετύχουμε κτ. κατώτερο, ιδιοτελές κτλ.: H ~ της επιστήμης / της τέχνης.

[λόγ. εκπορνεύ(ω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες