Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπόρθηση η [ekpórθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκπορθώ· η κατάληψη οχυρού ή οχυρωμένου τόπου με επίθεση· (πρβ. εκπολιόρκηση, άλωση): H ~ ενός φρουρίου / ενός κάστρου / των τειχών μιας πόλης.
[λόγ. < ελνστ. ἐκπόρθη(σις) -ση]