Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκπωματίζω [ekpomatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) αφαιρώ από φιάλη, αγγείο κτλ. το πώμα· ανοίγω, ξεταπώνω.
[λόγ. < μσν. εκπωματίζω < εκ- πωματ- (πώμα) -ίζω]